- ετεροκέφαλος
- -η, -ο1. (για μυθικούς θεούς ή τέρατα) α) αυτός που έχει διαφορετικό κεφάλι από αυτό που φυσιολογικά έπρεπε να έχειβ) αυτός που έχει δύο ανόμοια κεφάλια2. το αρσ. ως ουσ. ο ετεροκέφαλοςτρωκτικό τής οικογένειας βαθυεργίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. α-κέφαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.